όργιο(ν)

όργιο(ν)
τό
1) разнузданность; произвол;

τό όργιο(ν) της τρομοκρατίας — разнузданный террор;

2) (чаще яЯ.) оргия, разврат

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "όργιο(ν)" в других словарях:

  • όργιο — το (Α ὄργιov) βλ. όργια …   Dictionary of Greek

  • Orgiastisch — Als eine Orgie (griechisch όργιο[1], órjio) wird bezeichnet, was das Fassungsvermögen der Sinne überfordert, ausschweifend, maßlos, genusssüchtig und dabei oft auch sexuellen Charakters ist. eine Sexualpraktik (siehe Gruppensex) eine Orgie der… …   Deutsch Wikipedia

  • -ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… …   Dictionary of Greek

  • τρίπολη — I Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αρκαδίας και της επαρχίας Μαντινείας. Χτισμένη στους πρόποδες του Μαινάλου (υψόμ. 663 μ.) σε σχέδιο των Βαβαρών (1836) και περικλειόμενη από διαδοχικά ορεινά συγκροτήματα, στο κέντρο σχεδόν της… …   Dictionary of Greek

  • Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Ορλοφικά — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστή στην ελληνική ιστορία (αλλά και στην ιστορία του Ανατολικού Ζητήματος) η εξέγερση των Ελλήνων της Πελοποννήσου κατά την εποχή του ρωσοτουρκικού πόλεμου του 1768 1774 και οι συντονισμένες επιχειρήσεις των Ρώσων… …   Dictionary of Greek

  • Τέρνερ, Γουίλιαμ Τζόζεφ Μάλορντ — (Turner, Λονδίνο 1775 – 1851). Άγγλος ζωγράφος. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως τοπογράφος και σχεδιαστής. Στη ζωγραφική επηρεάστηκε στη νεανική του ηλικία από τον Τόμας Γκέρτιν και τον Ρόμπερτ Κόζενς, από τους οποίους κληρονόμησε το ιδιαίτερο… …   Dictionary of Greek

  • όργια — τα 1. στους αρχαίους, μυστική λατρεία από τους μυημένους μόνο: Όργια Διονύσου, Κυβέλης. 2. σαρκικές ακολασίες. 3. πράξεις ανήθικες: Όργιο παρανομιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»